Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἀρνεύω
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνίον
ἀρνός
ἄρνυμαι
ἀρόσιμος
ἄροσις
ἀροτήρ
ἄροτος
ἀροτραῖος
ἀροτρεύς
ἀροτρευτήρ
ἀροτρήτης
ἀροτριάω
ἀροτροδίαυλος
ἄροτρον
ἀροτροπόνος
ἀροτροφορέω
View word page
ἀροτήρ
ἀροτήρ ἀρόω a plougher, husbandman, Il., Eur.; Σκύθαι ἀροτῆρες, opp. to νομάδες, Hdt.:—adj., βοῦς ἀροτήρ a steer for ploughing, Hes. metaph. a father, Eur.

ShortDef

a plougher, husbandman

Debugging

Headword:
ἀροτήρ
Headword (normalized):
ἀροτήρ
Headword (normalized/stripped):
αροτηρ
IDX:
4887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4890
Key:
a)roth/r

Data

{'content': 'ἀροτήρ\n ἀρόω\n a plougher, husbandman, Il., Eur.; Σκύθαι ἀροτῆρες, opp. to νομάδες, Hdt.:—adj., βοῦς ἀροτήρ a steer for ploughing, Hes.\n metaph. a father, Eur.', 'key': 'a)roth/r'}