Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδωνιάζω
Ἀδώνια
Ἄδωνις
Ἄδων
ἀδώρητος
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
ἀεικής
ἀεικία
ἀεικίζω
ἀειλογία
View word page
ἀειγενέτης
ἀειγενέτης γίγνομαι epith. of the gods, like αἰὲν ἐόντες, everlasting, immortal, θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν Il.

ShortDef

everlasting, immortal

Debugging

Headword:
ἀειγενέτης
Headword (normalized):
ἀειγενέτης
Headword (normalized/stripped):
αειγενετης
IDX:
489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n489
Key:
a)eigene/ths

Data

{'content': 'ἀειγενέτης\n γίγνομαι\n epith. of the gods, like αἰὲν ἐόντες, everlasting, immortal, θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν Il.', 'key': 'a)eigene/ths'}