Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμολογέω
ἁρμονία
ἁρμονικός
ἁρμός
ἁρμοστής
ἁρμόστωρ
ἀρνακίς
ἀρνειός
ἄρνειος
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἀρνεύω
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνίον
ἀρνός
ἄρνυμαι
View word page
ἀρνειός
ἀρνειός ἀρνός a young ram or wether, just full grown, Il.; ἀρνειὸς ὄϊς joined, like ἵρηξ κίρκος, Od.

ShortDef

ram, wether (3-year old ram)

Debugging

Headword:
ἀρνειός
Headword (normalized):
ἀρνειός
Headword (normalized/stripped):
αρνειος
IDX:
4874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4877
Key:
a)rneio/s

Data

{'content': 'ἀρνειός\n ἀρνός\n a young ram or wether, just full grown, Il.; ἀρνειὸς ὄϊς joined, like ἵρηξ κίρκος, Od.', 'key': 'a)rneio/s'}