Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρματωλία
ἄρμενα
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμολογέω
ἁρμονία
ἁρμονικός
ἁρμός
ἁρμοστής
ἁρμόστωρ
ἀρνακίς
ἀρνειός
ἄρνειος
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἀρνεύω
ἀρνήσιμος
ἄρνησις
ἀρνίον
View word page
ἁρμόστωρ
ἁρμόστωρ ἁρμόζω a commander, Aesch.

ShortDef

a commander

Debugging

Headword:
ἁρμόστωρ
Headword (normalized):
ἁρμόστωρ
Headword (normalized/stripped):
αρμοστωρ
IDX:
4872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4875
Key:
a(rmo/stwr

Data

{'content': 'ἁρμόστωρ\n ἁρμόζω\n a commander, Aesch.', 'key': 'a(rmo/stwr'}