Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματωλία
ἄρμενα
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμολογέω
ἁρμονία
ἁρμονικός
ἁρμός
ἁρμοστής
ἁρμόστωρ
ἀρνακίς
ἀρνειός
ἄρνειος
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
ἀρνευτήρ
ἀρνεύω
View word page
ἁρμονικός
ἁρμονικός ἁρμονία skilled in music, Plat.:— τὰ ἁρμονικά, music, Plat.

ShortDef

skilled in music; harmonic

Debugging

Headword:
ἁρμονικός
Headword (normalized):
ἁρμονικός
Headword (normalized/stripped):
αρμονικος
IDX:
4869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4872
Key:
a(rmoniko/s

Data

{'content': 'ἁρμονικός\n ἁρμονία\n skilled in music, Plat.:— τὰ ἁρμονικά, music, Plat.', 'key': 'a(rmoniko/s'}