Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματωλία
ἄρμενα
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμολογέω
ἁρμονία
ἁρμονικός
ἁρμός
ἁρμοστής
ἁρμόστωρ
ἀρνακίς
ἀρνειός
ἄρνειος
ἀρνεοθοίνης
ἀρνέομαι
View word page
ἁρμολογέω
ἁρμολογέω λέγω to join, pile together, Anth.

ShortDef

to join, pile together

Debugging

Headword:
ἁρμολογέω
Headword (normalized):
ἁρμολογέω
Headword (normalized/stripped):
αρμολογεω
IDX:
4867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4870
Key:
a(rmologe/w

Data

{'content': 'ἁρμολογέω\n λέγω\n to join, pile together, Anth.', 'key': 'a(rmologe/w'}