Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματοδρομία
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματωλία
ἄρμενα
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμολογέω
ἁρμονία
ἁρμονικός
ἁρμός
ἁρμοστής
ἁρμόστωρ
ἀρνακίς
ἀρνειός
View word page
ἁρμόδιος
ἁρμόδιος ἁρμόζω fitting together, Theogn. well-fitting, accordant, agreeable, Theogn.:—adv. -ως, Plut.

ShortDef

fitting together
Harmodius

Debugging

Headword:
ἁρμόδιος
Headword (normalized):
ἁρμόδιος
Headword (normalized/stripped):
αρμοδιος
IDX:
4864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4867
Key:
a(rmo/dios

Data

{'content': 'ἁρμόδιος\n ἁρμόζω\n fitting together, Theogn.\n well-fitting, accordant, agreeable, Theogn.:—adv. -ως, Plut.', 'key': 'a(rmo/dios'}