Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἅρμα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασία
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματοδρομία
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
ἁρματοτροχιά
ἁρματωλία
ἄρμενα
ἁρμόδιος
ἁρμόζω
ἁρμοῖ
ἁρμολογέω
ἁρμονία
ἁρμονικός
View word page
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφέω to keep chariot-horses, esp. for racing, Xen.
ShortDef
to keep chariot-horses
Debugging
Headword:
ἁρματοτροφέω
Headword (normalized):
ἁρματοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
αρματοτροφεω
IDX:
4859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4862
Key:
a(rmatotrofe/w
Data
{'content': 'ἁρματοτροφέω\n to keep chariot-horses, esp. for racing, Xen.', 'key': 'a(rmatotrofe/w'}