Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄρκτος
Ἀρκτοῦρος
ἀρκτῷος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρός
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἅρμα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασία
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματοδρομία
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
ἁρματοτροφέω
ἁρματοτροφία
View word page
ἁρμάτειος
ἁρμάτειος ἅρμα of or belonging to a chariot, Xen.; μέλος ἁρμ. a kind of dirge, Eur.

ShortDef

of or belonging to a chariot

Debugging

Headword:
ἁρμάτειος
Headword (normalized):
ἁρμάτειος
Headword (normalized/stripped):
αρματειος
IDX:
4850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4853
Key:
a(rma/teios

Data

{'content': 'ἁρμάτειος\n ἅρμα\n of or belonging to a chariot, Xen.; μέλος ἁρμ. a kind of dirge, Eur.', 'key': 'a(rma/teios'}