Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄρκιος
ἀρκτέος
ἄρκτος
Ἀρκτοῦρος
ἀρκτῷος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρός
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἅρμα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασία
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματοδρομία
ἁρματόκτυπος
ἁρματοπηγός
View word page
ἁρμάμαξα
ἁρμάμαξα a covered carriage, borrowed from the Persians, Hdt., Ar.; used by women, Xen.
ShortDef
a covered carriage
Debugging
Headword:
ἁρμάμαξα
Headword (normalized):
ἁρμάμαξα
Headword (normalized/stripped):
αρμαμαξα
IDX:
4848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4851
Key:
a(rma/maca
Data
{'content': 'ἁρμάμαξα\n a covered carriage, borrowed from the Persians, Hdt., Ar.; used by women, Xen.', 'key': 'a(rma/maca'}