Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρκέω
ἄρκιος
ἀρκτέος
ἄρκτος
Ἀρκτοῦρος
ἀρκτῷος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρός
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἅρμα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασία
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματοδρομία
ἁρματόκτυπος
View word page
ἁρμαλιά
ἁρμαλιά *ἄρω fitting sustenance, allowance, food, Hes., Theocr.
ShortDef
sustenance allotted, food
Debugging
Headword:
ἁρμαλιά
Headword (normalized):
ἁρμαλιά
Headword (normalized/stripped):
αρμαλια
IDX:
4847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4850
Key:
a(rmali/a
Data
{'content': 'ἁρμαλιά\n *ἄρω\n fitting sustenance, allowance, food, Hes., Theocr.', 'key': 'a(rmali/a'}