Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδωνιάζω
Ἀδώνια
Ἄδωνις
Ἄδων
ἀδώρητος
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
ἀειθαλής
View word page
ἀδωροδόκος
ἀδωροδόκος incorruptible, Anth.
ShortDef
incorruptible
Debugging
Headword:
ἀδωροδόκος
Headword (normalized):
ἀδωροδόκος
Headword (normalized/stripped):
αδωροδοκος
IDX:
485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n485
Key:
a)dwrodo/kos
Data
{'content': 'ἀδωροδόκος\n incorruptible, Anth.', 'key': 'a)dwrodo/kos'}