Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρκετός
ἀρκέω
ἄρκιος
ἀρκτέος
ἄρκτος
Ἀρκτοῦρος
ἀρκτῷος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρός
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἅρμα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασία
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
ἁρματήλατος
ἁρματοδρομία
View word page
ἀρκυωρός
ἀρκυωρός οὖρος a watcher of nets, Xen.
ShortDef
a watcher of nets
Debugging
Headword:
ἀρκυωρός
Headword (normalized):
ἀρκυωρός
Headword (normalized/stripped):
αρκυωρος
IDX:
4846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4849
Key:
a)rkuwro/s
Data
{'content': 'ἀρκυωρός\n οὖρος\n a watcher of nets, Xen.', 'key': 'a)rkuwro/s'}