Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρκεόντως
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκέω
ἄρκιος
ἀρκτέος
ἄρκτος
Ἀρκτοῦρος
ἀρκτῷος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρός
ἁρμαλιά
ἁρμάμαξα
ἅρμα
ἁρμάτειος
ἁρματεύω
ἁρματηλασία
ἁρματηλατέω
ἁρματηλάτης
View word page
ἀρκυστασία
ἀρκυστασία a line of nets, Xen.
ShortDef
a line of nets
Debugging
Headword:
ἀρκυστασία
Headword (normalized):
ἀρκυστασία
Headword (normalized/stripped):
αρκυστασια
IDX:
4844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4847
Key:
a)rkustasi/a
Data
{'content': 'ἀρκυστασία\n a line of nets, Xen.', 'key': 'a)rkustasi/a'}