Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδυνασία
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδωνιάζω
Ἀδώνια
Ἄδωνις
Ἄδων
ἀδώρητος
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
ἀειζώων
View word page
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκητος =ἀδωροδόκος Aeschin.: adv. -τως, Dem.
ShortDef
incorruptible
Debugging
Headword:
ἀδωροδόκητος
Headword (normalized):
ἀδωροδόκητος
Headword (normalized/stripped):
αδωροδοκητος
IDX:
484
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n484
Key:
a)dwrodo/khtos
Data
{'content': 'ἀδωροδόκητος\n =ἀδωροδόκος\n Aeschin.: adv. -τως, Dem.', 'key': 'a)dwrodo/khtos'}