Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀριστοποιέω
ἄριστος
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος2
ἀριστόχειρ
ἀριστώδιν
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκεόντως
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκέω
ἄρκιος
ἀρκτέος
ἄρκτος
Ἀρκτοῦρος
ἀρκτῷος
ἄρκυς
ἀρκυστασία
ἀρκύστατος
ἀρκυωρός
View word page
ἀρκετός
ἀρκετός sufficient, NTest., Anth.
ShortDef
sufficient
Debugging
Headword:
ἀρκετός
Headword (normalized):
ἀρκετός
Headword (normalized/stripped):
αρκετος
IDX:
4836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4839
Key:
a)rketo/s
Data
{'content': 'ἀρκετός\n sufficient, NTest., Anth.', 'key': 'a)rketo/s'}