Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστόμαχος
ἀριστόνοος
ἄριστον
ἀριστοποιέω
ἄριστος
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος2
ἀριστόχειρ
ἀριστώδιν
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκεόντως
ἄρκεσις
ἀρκετός
ἀρκέω
ἄρκιος
View word page
ἀριστοτόκος
ἀριστοτόκος τίκτω bearing the best children:— fem. ἀριστοτόκεια, Theocr.
ShortDef
bearing the best children
Debugging
Headword:
ἀριστοτόκος
Headword (normalized):
ἀριστοτόκος
Headword (normalized/stripped):
αριστοτοκος
IDX:
4828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4831
Key:
a)ristoto/kos1
Data
{'content': 'ἀριστοτόκος\n τίκτω\n bearing the best children:— fem. ἀριστοτόκεια, Theocr.', 'key': 'a)ristoto/kos1'}