Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀδυναμία
ἀδυνασία
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδωνιάζω
Ἀδώνια
Ἄδωνις
Ἄδων
ἀδώρητος
ἀδωροδόκητος
ἀδωροδόκος
ἄδωρος
ἀδώτης
ἀείβολος
ἀειγενέτης
ἀειγενής
ἀειδής
ἀειδίνητος
ἀείδω
View word page
ἀδώρητος
ἀδώρητος =αδωρος, h. Hom., Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀδώρητος
Headword (normalized):
ἀδώρητος
Headword (normalized/stripped):
αδωρητος
IDX:
483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n483
Key:
a)dw/rhtos
Data
{'content': 'ἀδώρητος\n =αδωρος, h. Hom., Eur.', 'key': 'a)dw/rhtos'}