Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀριστόβουλος
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστόμαχος
ἀριστόνοος
ἄριστον
ἀριστοποιέω
ἄριστος
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος2
ἀριστόχειρ
ἀριστώδιν
ἀρισφαλής
ἀριφραδής
ἀρκεόντως
ἄρκεσις
ἀρκετός
View word page
ἀριστοποιέω
ἀριστοποιέω to prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, Xen.:—mostly in Mid. to get oneʼs breakfast, Thuc., Xen.

ShortDef

prepared for breakfast

Debugging

Headword:
ἀριστοποιέω
Headword (normalized):
ἀριστοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αριστοποιεω
IDX:
4826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4829
Key:
a)ristopoie/w

Data

{'content': 'ἀριστοποιέω\n to prepare breakfast, τὰ ἀριστοποιούμενα things prepared for breakfast, Xen.:—mostly in Mid. to get oneʼs breakfast, Thuc., Xen.', 'key': 'a)ristopoie/w'}