Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀριστεῖα
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστίζω
ἀριστόβουλος
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστόμαχος
ἀριστόνοος
ἄριστον
ἀριστοποιέω
ἄριστος
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος2
ἀριστόχειρ
ἀριστώδιν
View word page
ἀριστοκρατικός
ἀριστοκρατικός from ἀριστοκρατέομαι aristocratical, Plat.
ShortDef
aristocratical
Debugging
Headword:
ἀριστοκρατικός
Headword (normalized):
ἀριστοκρατικός
Headword (normalized/stripped):
αριστοκρατικος
IDX:
4821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4824
Key:
a)ristokratiko/s
Data
{'content': 'ἀριστοκρατικός\n from ἀριστοκρατέομαι\n aristocratical, Plat.', 'key': 'a)ristokratiko/s'}