Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀριστεία
ἀριστεῖα
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστίζω
ἀριστόβουλος
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστόμαχος
ἀριστόνοος
ἄριστον
ἀριστοποιέω
ἄριστος
ἀριστοτόκος
ἀριστότοκος2
ἀριστόχειρ
View word page
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατία from ἀριστοκρατέομαι the rule of the best, an aristocracy, Thuc., Plat., etc.

ShortDef

the rule of the best, an aristocracy

Debugging

Headword:
ἀριστοκρατία
Headword (normalized):
ἀριστοκρατία
Headword (normalized/stripped):
αριστοκρατια
IDX:
4820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4823
Key:
a)ristokrati/a

Data

{'content': 'ἀριστοκρατία\n from ἀριστοκρατέομαι\n the rule of the best, an aristocracy, Thuc., Plat., etc.', 'key': 'a)ristokrati/a'}