Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρίς
ἀρίσταθλος
ἀρίσταρχος
ἀριστάφυλος
ἀριστάω
ἀριστεία
ἀριστεῖα
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστίζω
ἀριστόβουλος
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστόμαχος
ἀριστόνοος
ἄριστον
View word page
ἀριστίζω
ἀριστίζω ἄριστον to give one breakfast, c. acc. pers., Ar.

ShortDef

to give one breakfast

Debugging

Headword:
ἀριστίζω
Headword (normalized):
ἀριστίζω
Headword (normalized/stripped):
αριστιζω
IDX:
4815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4818
Key:
a)risti/zw

Data

{'content': 'ἀριστίζω\n ἄριστον\n to give one breakfast, c. acc. pers., Ar.', 'key': 'a)risti/zw'}