Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀριπρεπής
ἀρίσημος
ἀρίς
ἀρίσταθλος
ἀρίσταρχος
ἀριστάφυλος
ἀριστάω
ἀριστεία
ἀριστεῖα
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστίζω
ἀριστόβουλος
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
ἀριστοκρατία
ἀριστοκρατικός
ἀριστόμαντις
ἀριστόμαχος
View word page
ἀριστεύς
ἀριστεύς ἄριστος the best man: used by Hom. mostly in Epic pl. ἀριστῆες, the best or noblest, chiefs, princes; so Hdt., etc.

ShortDef

Aristeus
the best man

Debugging

Headword:
ἀριστεύς
Headword (normalized):
ἀριστεύς
Headword (normalized/stripped):
αριστευς
IDX:
4813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4816
Key:
a)risteu/s

Data

{'content': 'ἀριστεύς\n ἄριστος\n the best man: used by Hom. mostly in Epic pl. ἀριστῆες, the best or noblest, chiefs, princes; so Hdt., etc.', 'key': 'a)risteu/s'}