Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀριθμητός
ἀριθμός
Ἄριοι
ἀρι-
ἀριπρεπής
ἀρίσημος
ἀρίς
ἀρίσταθλος
ἀρίσταρχος
ἀριστάφυλος
ἀριστάω
ἀριστεία
ἀριστεῖα
ἀριστερός
ἀριστεύς
ἀριστεύω
ἀριστίζω
ἀριστόβουλος
ἀριστογένεθλος
ἀριστογόνος
ἀριστοκρατέομαι
View word page
ἀριστάω
ἀριστάω to take breakfast or luncheon, Lat. prandere, Ar., Xen.:—perf. pass. impers., ἠρίστηταί τʼ ἐξαρκούντως Ar.

ShortDef

to take breakfast

Debugging

Headword:
ἀριστάω
Headword (normalized):
ἀριστάω
Headword (normalized/stripped):
αρισταω
IDX:
4809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4812
Key:
a)rista/w

Data

{'content': 'ἀριστάω\n to take breakfast or luncheon, Lat. prandere, Ar., Xen.:—perf. pass. impers., ἠρίστηταί τʼ ἐξαρκούντως Ar.', 'key': 'a)rista/w'}