Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρίγνωτος
ἀρίδακρυς
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀριθμός
Ἄριοι
ἀρι-
ἀριπρεπής
ἀρίσημος
ἀρίς
ἀρίσταθλος
View word page
ἀρίθμημα
ἀρίθμημα from ἀριθμέω a reckoning, number, Aesch.

ShortDef

a reckoning, number

Debugging

Headword:
ἀρίθμημα
Headword (normalized):
ἀρίθμημα
Headword (normalized/stripped):
αριθμημα
IDX:
4796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4799
Key:
a)ri/qmhma

Data

{'content': 'ἀρίθμημα\n from ἀριθμέω\n a reckoning, number, Aesch.', 'key': 'a)ri/qmhma'}