Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρητήρ
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρθμός
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρίγνωτος
ἀρίδακρυς
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀριθμός
Ἄριοι
View word page
ἀριδείκετος
ἀριδείκετος δείκνυμι much shewn, hence like Lat. digito monstratus, Od.; as Sup. c. gen., ἀριδείκετος ἀνδρῶν most renowned of men, Il.

ShortDef

much shewn

Debugging

Headword:
ἀριδείκετος
Headword (normalized):
ἀριδείκετος
Headword (normalized/stripped):
αριδεικετος
IDX:
4791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4794
Key:
a)ridei/ketos

Data

{'content': 'ἀριδείκετος\n δείκνυμι\n much shewn, hence like Lat. digito monstratus, Od.; as Sup. c. gen., ἀριδείκετος ἀνδρῶν most renowned of men, Il.', 'key': 'a)ridei/ketos'}