Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρητήριον
ἀρητήρ
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρθμός
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρίγνωτος
ἀρίδακρυς
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητικός
ἀριθμητός
ἀριθμός
View word page
ἀρίδακρυς
ἀρίδακρυς δάκρυ much weeping, very tearful, Aesch.

ShortDef

much weeping, very tearful

Debugging

Headword:
ἀρίδακρυς
Headword (normalized):
ἀρίδακρυς
Headword (normalized/stripped):
αριδακρυς
IDX:
4790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4793
Key:
a)ri/dakrus

Data

{'content': 'ἀρίδακρυς\n δάκρυ\n much weeping, very tearful, Aesch.', 'key': 'a)ri/dakrus'}