Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄρηξις
Ἄρης
ἀρητήριον
ἀρητήρ
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρθμός
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρίγνωτος
ἀρίδακρυς
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
ἀρίθμησις
ἀριθμητικός
View word page
ἀρθρώδης
ἀρθρώδης εἰδος well-jointed, well-knit, Xen.

ShortDef

well-jointed, well-knit

Debugging

Headword:
ἀρθρώδης
Headword (normalized):
ἀρθρώδης
Headword (normalized/stripped):
αρθρωδης
IDX:
4788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4791
Key:
a)rqrw/dhs

Data

{'content': 'ἀρθρώδης\n εἰδος\n well-jointed, well-knit, Xen.', 'key': 'a)rqrw/dhs'}