Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀρηϊκτάμενος
ἀρηΐφιλος
ἄρηξις
Ἄρης
ἀρητήριον
ἀρητήρ
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρθμός
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρίγνωτος
ἀρίδακρυς
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
ἀρίζηλος
ἀριζήλωτος
ἀριθμέω
ἀρίθμημα
View word page
ἀρθροπέδη
ἀρθροπέδη a band for the limbs, fetter, Anth.

ShortDef

a band for the limbs, fetter

Debugging

Headword:
ἀρθροπέδη
Headword (normalized):
ἀρθροπέδη
Headword (normalized/stripped):
αρθροπεδη
IDX:
4786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4789
Key:
a)rqrope/dh

Data

{'content': 'ἀρθροπέδη\n a band for the limbs, fetter, Anth.', 'key': 'a)rqrope/dh'}