Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρηγοσύνη
ἀρηγών
ἀρήγω
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
ἀρηΐφιλος
ἄρηξις
Ἄρης
ἀρητήριον
ἀρητήρ
ἀρθμέω
ἄρθμιος
ἀρθμός
ἄρθρον
ἀρθροπέδη
ἀρθρόω
ἀρθρώδης
ἀρίγνωτος
ἀρίδακρυς
ἀριδείκετος
ἀρίδηλος
View word page
ἀρθμέω
ἀρθμέω from ἀρθμός intr. to be united, Il.
ShortDef
to be united
Debugging
Headword:
ἀρθμέω
Headword (normalized):
ἀρθμέω
Headword (normalized/stripped):
αρθμεω
IDX:
4782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4785
Key:
a)rqme/w
Data
{'content': 'ἀρθμέω\n from ἀρθμός\n intr. to be united, Il.', 'key': 'a)rqme/w'}