Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀρείων
Ἀρεοπαγίτης
ἀρέσκεια
ἀρέσκευμα
ἀρεσκόντως
ἄρεσκος
ἀρέσκω
ἀρεστός
ἀρετάω
ἀρετή
ἀρηγοσύνη
ἀρηγών
ἀρήγω
ἀρηΐθοος
ἀρηϊκτάμενος
ἀρηΐφιλος
ἄρηξις
Ἄρης
ἀρητήριον
ἀρητήρ
ἀρθμέω
View word page
ἀρηγοσύνη
ἀρηγοσύνη ἀρήγω help, aid, Anth.
ShortDef
help, aid
Debugging
Headword:
ἀρηγοσύνη
Headword (normalized):
ἀρηγοσύνη
Headword (normalized/stripped):
αρηγοσυνη
IDX:
4772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4775
Key:
a)rhgosu/nh
Data
{'content': 'ἀρηγοσύνη\n ἀρήγω\n help, aid, Anth.', 'key': 'a)rhgosu/nh'}