Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
ἀργυρώδης
ἀργυρώνητος
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργῷος
Ἀργώ
ἀρδεία
ἀρδεύω
ἄρδην
ἄρδις
ἀρδμός
ἄρδω
View word page
ἀργυρώνητος
ἀργυρώνητος ὠνέομαι bought with silver, Hdt., Aesch.
ShortDef
bought with silver
Debugging
Headword:
ἀργυρώνητος
Headword (normalized):
ἀργυρώνητος
Headword (normalized/stripped):
αργυρωνητος
IDX:
4745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4748
Key:
a)rgurw/nhtos
Data
{'content': 'ἀργυρώνητος\n ὠνέομαι\n bought with silver, Hdt., Aesch.', 'key': 'a)rgurw/nhtos'}