Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
ἀργυρώδης
ἀργυρώνητος
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργῷος
Ἀργώ
ἀρδεία
ἀρδεύω
ἄρδην
ἄρδις
ἀρδμός
View word page
ἀργυρώδης
ἀργυρώδης εἶδος rich in silver, Xen.
ShortDef
rich in silver
Debugging
Headword:
ἀργυρώδης
Headword (normalized):
ἀργυρώδης
Headword (normalized/stripped):
αργυρωδης
IDX:
4744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4747
Key:
a)rgurw/dhs
Data
{'content': 'ἀργυρώδης\n εἶδος\n rich in silver, Xen.', 'key': 'a)rgurw/dhs'}