Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
ἀργυρώδης
ἀργυρώνητος
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργῷος
Ἀργώ
ἀρδεία
ἀρδεύω
ἄρδην
View word page
ἀργυρότοξος
ἀργυρότοξος τόξον with silver bow, Hom.

ShortDef

with silver bow

Debugging

Headword:
ἀργυρότοξος
Headword (normalized):
ἀργυρότοξος
Headword (normalized/stripped):
αργυροτοξος
IDX:
4742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4745
Key:
a)rguro/tocos

Data

{'content': 'ἀργυρότοξος\n τόξον\n with silver bow, Hom.', 'key': 'a)rguro/tocos'}