Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
ἀργυρώδης
ἀργυρώνητος
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργῷος
Ἀργώ
ἀρδεία
ἀρδεύω
View word page
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοιχος with silver sides, Aesch.
ShortDef
with silver sides
Debugging
Headword:
ἀργυρότοιχος
Headword (normalized):
ἀργυρότοιχος
Headword (normalized/stripped):
αργυροτοιχος
IDX:
4741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4744
Key:
a)rguro/toixos
Data
{'content': 'ἀργυρότοιχος\n with silver sides, Aesch.', 'key': 'a)rguro/toixos'}