Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
ἀργυρώδης
ἀργυρώνητος
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργῷος
Ἀργώ
View word page
ἄργυρος
ἄργυρος ἀργός white white metal, i. e. silver, Hom., etc. silver-money, money, like ἀργύριον, Soph.
ShortDef
silver
Debugging
Headword:
ἄργυρος
Headword (normalized):
ἄργυρος
Headword (normalized/stripped):
αργυρος
IDX:
4739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4742
Key:
a)/rguros
Data
{'content': 'ἄργυρος\n ἀργός white\n white metal, i. e. silver, Hom., etc.\n silver-money, money, like ἀργύριον, Soph.', 'key': 'a)/rguros'}