Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
ἀργυρώδης
ἀργυρώνητος
ἀργύφεος
ἄργυφος
Ἀργῷος
View word page
ἀργυρόρρυτος
ἀργυρόρρυτος ἄργυρος, ῥέω silver-flowing, Eur.
ShortDef
beside a silver stream
Debugging
Headword:
ἀργυρόρρυτος
Headword (normalized):
ἀργυρόρρυτος
Headword (normalized/stripped):
αργυρορρυτος
IDX:
4738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4741
Key:
a)rgurorru/ths
Data
{'content': 'ἀργυρόρρυτος\n ἄργυρος, ῥέω\n silver-flowing, Eur.', 'key': 'a)rgurorru/ths'}