Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἀδρίας
ἁδρόομαι
ἁδρός
ἁδροσύνη
ἁδροτής
ἀδρυάς
ἁδρύνω
ἀδυναμία
ἀδυνασία
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδωνιάζω
Ἀδώνια
Ἄδωνις
Ἄδων
ἀδώρητος
ἀδωροδόκητος
View word page
ἀδυνασία
ἀδυνασία =ἀδυναμία Hdt., etc.; c. gen., ἀδ. τοῦ λέγειν Thuc.
ShortDef
weakness, inability, poverty
Debugging
Headword:
ἀδυνασία
Headword (normalized):
ἀδυνασία
Headword (normalized/stripped):
αδυνασια
IDX:
474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n474
Key:
a)dunasi/a
Data
{'content': 'ἀδυνασία\n =ἀδυναμία\n Hdt., etc.; c. gen., ἀδ. τοῦ λέγειν Thuc.', 'key': 'a)dunasi/a'}