Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
ἀργυρότοξος
ἀργυροφεγγής
View word page
ἀργυρολογία
ἀργυρολογία ἀργυρολόγος a levying of money, Xen.

ShortDef

a levying of money

Debugging

Headword:
ἀργυρολογία
Headword (normalized):
ἀργυρολογία
Headword (normalized/stripped):
αργυρολογια
IDX:
4733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4736
Key:
a)rgurologi/a

Data

{'content': 'ἀργυρολογία\n ἀργυρολόγος\n a levying of money, Xen.', 'key': 'a)rgurologi/a'}