Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
ἀργυρότοιχος
View word page
ἀργυροκόπος
ἀργυροκόπος ἄργυρος, κόπτω a silver-smith, NTest.

ShortDef

a silver-smith

Debugging

Headword:
ἀργυροκόπος
Headword (normalized):
ἀργυροκόπος
Headword (normalized/stripped):
αργυροκοπος
IDX:
4731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4734
Key:
a)rguroko/pos

Data

{'content': 'ἀργυροκόπος\n ἄργυρος, κόπτω\n a silver-smith, NTest.', 'key': 'a)rguroko/pos'}