Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
ἀργυρόπους
ἀργυρόρρυτος
ἄργυρος
ἀργυροστερής
View word page
ἀργυροθήκη
ἀργυροθήκη a money-chest, Theophr.

ShortDef

a money-chest

Debugging

Headword:
ἀργυροθήκη
Headword (normalized):
ἀργυροθήκη
Headword (normalized/stripped):
αργυροθηκη
IDX:
4730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4733
Key:
a)rguroqh/kh

Data

{'content': 'ἀργυροθήκη\n a money-chest, Theophr.', 'key': 'a)rguroqh/kh'}