Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
ἀργυροποιός
View word page
ἀργυρογνώμων
ἀργυρογνώμων an assayer of silver, Plat.
ShortDef
an assayer of silver
Debugging
Headword:
ἀργυρογνώμων
Headword (normalized):
ἀργυρογνώμων
Headword (normalized/stripped):
αργυρογνωμων
IDX:
4726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4729
Key:
a)rgurognw/mwn
Data
{'content': 'ἀργυρογνώμων\n an assayer of silver, Plat.', 'key': 'a)rgurognw/mwn'}