Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
ἀργυρολογέω
ἀργυρολογία
ἀργυρολόγος
ἀργυρόπεζα
View word page
ἀργυρῖτις
ἀργυρῖτις ἄργυρος silver-ore, Xen.

ShortDef

silver-ore (LSJ sv ἀργυρίτης)

Debugging

Headword:
ἀργυρῖτις
Headword (normalized):
ἀργυρῖτις
Headword (normalized/stripped):
αργυριτις
IDX:
4725
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4728
Key:
a)rguri=tis

Data

{'content': 'ἀργυρῖτις\n ἄργυρος\n silver-ore, Xen.', 'key': 'a)rguri=tis'}