Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀργοποιός
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
ἀργυρόηλος
ἀργυροθήκη
ἀργυροκόπος
View word page
ἀργυρήλατος
ἀργυρήλατος ἄργυρος, ἐλαύνω of wrought silver, Eur.
ShortDef
of wrought silver
Debugging
Headword:
ἀργυρήλατος
Headword (normalized):
ἀργυρήλατος
Headword (normalized/stripped):
αργυρηλατος
IDX:
4721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4724
Key:
a)rgurh/latos
Data
{'content': 'ἀργυρήλατος\n ἄργυρος, ἐλαύνω\n of wrought silver, Eur.', 'key': 'a)rgurh/latos'}