Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
ἀργοποιός
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
ἀργυροδίνης
ἀργυροειδής
View word page
ἀργύρειος
ἀργύρειος = ἀργύρεος ἀργύρεια μέταλλα silver mines, Thuc.; or τὰ ἀργύρεια alone, Xen.

ShortDef

silver

Debugging

Headword:
ἀργύρειος
Headword (normalized):
ἀργύρειος
Headword (normalized/stripped):
αργυρειος
IDX:
4718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4721
Key:
a)rgu/reios

Data

{'content': 'ἀργύρειος\n = ἀργύρεος\n ἀργύρεια μέταλλα silver mines, Thuc.; or τὰ ἀργύρεια alone, Xen.', 'key': 'a)rgu/reios'}