Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄργμα
Ἀργόθεν
Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
ἀργοποιός
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
ἀργυρίδιον
ἀργυρικός
ἀργύριον
ἀργυρῖτις
ἀργυρογνώμων
View word page
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβικός ἀργυραμοιβός of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. -κῶς, Luc.

ShortDef

of/for a money changer

Debugging

Headword:
ἀργυραμοιβικός
Headword (normalized):
ἀργυραμοιβικός
Headword (normalized/stripped):
αργυραμοιβικος
IDX:
4716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4719
Key:
a)rguramoibiko/s

Data

{'content': 'ἀργυραμοιβικός\n ἀργυραμοιβός\n of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. -κῶς, Luc.', 'key': 'a)rguramoibiko/s'}