Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀργιλλώδης
ἀργινόεις
ἀργιόδους
ἀργιπόδης
ἀργίπους
ἄργμα
Ἀργόθεν
Ἀργολίζω
Ἀργολικός
Ἀργολίς
ἀργοποιός
ἀργός
ἀργός2
Ἄργος
ἀργυράγχη
ἀργυραμοιβικός
ἀργυραμοιβός
ἀργύρειος
ἀργύρεος
ἀργυρεύω
ἀργυρήλατος
View word page
ἀργοποιός
ἀργοποιός ἀργός ἀεργός, ποιέω making idle, Plut.

ShortDef

making idle

Debugging

Headword:
ἀργοποιός
Headword (normalized):
ἀργοποιός
Headword (normalized/stripped):
αργοποιος
IDX:
4711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4714
Key:
a)rgopoio/s

Data

{'content': 'ἀργοποιός\n ἀργός ἀεργός, ποιέω\n making idle, Plut.', 'key': 'a)rgopoio/s'}