Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀδούπητος
ἀδρανής
Ἀδράστεια
ἄδραστος
Ἀδριακός
Ἀδριανός
Ἀδρίας
ἁδρόομαι
ἁδρός
ἁδροσύνη
ἁδροτής
ἀδρυάς
ἁδρύνω
ἀδυναμία
ἀδυνασία
ἀδυνατέω
ἀδύνατος
ἄδυτον
ἄδυτος
ἀδωνιάζω
Ἀδώνια
View word page
ἁδροτής
ἁδροτής ἁδρός strength, Il. abundance, NTest.

ShortDef

strength

Debugging

Headword:
ἁδροτής
Headword (normalized):
ἁδροτής
Headword (normalized/stripped):
αδροτης
IDX:
470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n470
Key:
a(droth/s

Data

{'content': 'ἁδροτής\n ἁδρός\n strength, Il.\n abundance, NTest.', 'key': 'a(droth/s'}