Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
ἁβροβάτης
ἁβρόβιος
ἁβρόγοος
ἁβροδίαιτος
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἄβρομος
ἁβροπέδιλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἀβροτάζω
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἄβροτος
View word page
ἁβροκόμης
ἁβροκόμης κόμη with delicate or luxuriant leaves, φοῖνιξ Eur., Anacreont.

ShortDef

with luxuriant foliage; with delicate hair

Debugging

Headword:
ἁβροκόμης
Headword (normalized):
ἁβροκόμης
Headword (normalized/stripped):
αβροκομης
IDX:
47
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n47
Key:
a(broko/mhs

Data

{'content': 'ἁβροκόμης\n κόμη\n with delicate or luxuriant leaves, φοῖνιξ Eur., Anacreont.', 'key': 'a(broko/mhs'}