Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄραγμα
ἀραγμός
ἀραῖος
ἀραιός
ἀραξίχειρος
ἀράομαι
ἆρα
ἄρα
ἀρά
ἀραρίσκω
ἀραρότως
ἀράσσω
ἀρατός
ἀραχναῖος
ἀράχνη
ἀράχνης
ἀράχνιον
ἀράομαι
ἀράω
ἀρβύλη
Ἀργαδῆς
View word page
ἀραρότως
ἀραρότως ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.

ShortDef

compactly, closely, strongly

Debugging

Headword:
ἀραρότως
Headword (normalized):
ἀραρότως
Headword (normalized/stripped):
αραροτως
IDX:
4677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n4680
Key:
a)raro/tws

Data

{'content': 'ἀραρότως\n ἀρᾱρώς, perf. part. of ἀραρίσκω\n compactly, closely, strongly, Aesch., Eur.', 'key': 'a)raro/tws'}